Συνέντευξη του Υπουργού Εσωτερικών, Πάνου Σκουρλέτη, στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ και στους δημοσιογράφους, Ιωάννα Δρόσου και Πέτρο Ζούνη
· Εάν το ΔΝΤ αποχωρήσει τώρα, εκ των πραγμάτων αποδυναμώνεται η «συμμαχία» των πιο σκληρών φωνών απέναντι στη μεταμνημονιακή εποχή
· Προφανώς δεν μπορείς να μιλάς για βελτίωση ζωής του οποιουδήποτε αν δεν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, αν δεν απαλλαγούμε από την αυστηρότατη επιτροπεία και δεν βελτιωθούν οι μακροοικονομικοί δείκτες
· Με τις προτάσεις της η ΝΔ θέλει να εμπεδώσει και να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, που υλοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια
· Ο δρόμος της εκούσιας ή ακούσιας απαξίωσης του κόμματος είναι ολισθηρός
· Για την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της Αυτοδιοίκησης κινηθήκαμε με βάση τη σημερινή πραγματικότητα προωθώντας μια σειρά κρίσιμων αλλαγών που είναι ώριμες και θα ακολουθήσει ένα δεύτερο νομοσχέδιο
· Η αντίδραση στην απλή αναλογική οδηγεί σε μια κορυφαία σύγκρουση στο πεδίο της δημοκρατίας
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Η διαπραγμάτευση συνεχίζεται, με τα κυβερνητικά στελέχη, ύστερα και από το αποτέλεσμα του Ουάσινγκτον Γκρουπ, να εκφράζουν αισιοδοξία. Ωστόσο, παραμένουν τα δυσβάσταχτα βάρη της εφαρμογής των μνημονίων στην κοινωνία. Υπάρχουν περιθώρια για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής από τον Αύγουστο και ύστερα;
Ναι δημιουργούνται νέα περιθώρια, όσον αφορά τη δυνατότητα ελευθερίας κινήσεων, αλλά πάντοτε σε ένα πλαίσιο υφιστάμενων δεσμεύσεων, που δεν θα είναι εύκολο να τις επανασχεδιάσεις. Και η όποια δυνατότητα επανασχεδιασμού τους εξαρτάται από το πόσο καλή θα είναι η πορεία της οικονομίας που θα επιτρέψει να έχεις εκείνη την επιχειρηματολογία, ώστε να πεις ότι αυτά είχαν συμφωνηθεί σε μια άλλη φάση, τα αποτελέσματα έχουν δείξει ότι έχουμε άλλες δυνατότητες, άρα πρέπει να πάμε σε ένα άλλο πλαίσιο δεσμεύσεων, διότι δεσμεύσεις θα υπάρχουν σε κάθε περίπτωση.
Το αναπτυξιακό σχέδιο θα αποτελέσει μέρος του κυβερνητικού προγράμματος το επόμενο διάστημα, όπως και του σχεδιαζόμενου προεκλογικού προγράμματος. Η δομή του, όμως, είναι η προσπάθεια συγκερασμού των απαιτήσεων των δανειστών, με θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς μπορεί να το υπερασπιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος;
Το αναπτυξιακό σχέδιο είναι μόνο ένα πλαίσιο, το περιεχόμενο του οποίου, σε πολύ μεγάλο βαθμό, θα εξαρτηθεί από τις συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει ήδη και θα ολοκληρωθούν πριν το τέλος του προγράμματος, όπως και από την πιθανότητα μιας ισχυρής αναπτυξιακής πορείας αλλά και από μια σειρά πολιτικές παραμέτρους που θα έχουν διαμορφωθεί κατόπιν της ολοκλήρωσης του προγράμματος, μία από τις οποίες είναι η συμμετοχή του ΔΝΤ. Εάν το ΔΝΤ αποχωρήσει τώρα, εκ των πραγμάτων αποδυναμώνεται η «συμμαχία» των πιο σκληρών φωνών απέναντι στη μεταμνημονιακή εποχή. Φυσικά, υπάρχει η ανάγκη μιας πιο αναλυτικής συζήτησης του πλαισίου αυτού, η οποία όμως δεν μπορεί να γίνει με άνεση όσο βρισκόμαστε στη σκιά της τελικής διαπραγμάτευσης πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος. Δηλαδή, δυνατότητες που πρέπει να διερευνήσουμε, πιστεύουν κάποιοι – σωστά ή λάθος- ότι δεν θα πρέπει να τις αποκαλύψουμε στη δεδομένη στιγμή.
Η κυβέρνηση πώς αντιλαμβάνεται την «καθαρή έξοδο», από τη στιγμή που οι δεσμεύσεις παραμένουν;
Το αντιλαμβάνομαι στενά με την μη ύπαρξη προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής και με τη δυνατότητα να δανείζεσαι από τις αγορές. Εκεί αρχίζει και εκεί τελειώνει η έννοια της «καθαρής εξόδου». Διότι μια σειρά μνημονιακών νόμων παραμένουν εν ισχύ, θέτοντας όρια στην εφαρμοζόμενη πολιτική και κανείς δεν είναι αφελής να πιστεύει ότι θα αρχίσουν να ξηλώνονται την επομένη της λήξης του προγράμματος. Ούτως ή άλλως μορφές ισχυρού ελέγχου υπάρχουν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, για όλες τις χώρες. Από εκεί και πέρα ξεκινάει η μερική αποκατάσταση της ελευθέριας των κινήσεών μας.
Πάντως διαμορφώνεται η προσδοκία στον κόσμο –και από τις τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών- ότι θα αλλάξει η σελίδα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Η κοινωνία μπορεί να μην επηρεάζεται με θετικό τρόπο άμεσα, στο βαθμό που θα θέλαμε, αλλά προφανώς δεν μπορείς να μιλάς για βελτίωση ζωής του οποιουδήποτε αν δεν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, αν δεν απαλλαγούμε από την αυστηρότατη επιτροπεία και δεν βελτιωθούν οι μακροοικονομικοί δείκτες.
Η αντιπολίτευση έχει αρχίσει και οικοδομείται. Ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα το επενδυτικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας στον ΣΕΒ. Πώς κρίνετε τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που φαίνεται πως προσπαθεί να ξεφύγει από την καταγγελτική τακτική, που υιοθέτησε μέχρι τώρα;
Μέχρι στιγμής η αξιωματική αντιπολίτευση έχει δύο πρόσωπα στην πολιτική της. Το ένα είναι η άσκηση μιας ισοπεδωτικής κριτικής, χωρίς να μπαίνει στον κόπο του να απαντήσει στα διλήμματα για το τι κάνουμε μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, και ένα δεύτερο όπου όταν τοποθετείται πιο συγκεκριμένα αποκαλύπτει τον πραγματικό χαρακτήρα των προτάσεών της. Εκεί πια τα πράγματα έχουν σαφές κοινωνικοπολιτικό πρόσημο. Διότι με τις προτάσεις της θέλει η ΝΔ να εμπεδώσει και να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, που υλοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό υποστηρίζει τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, τον αφανισμό του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας και της υγείας, την υποστελέχωση στην αυτοδιοίκηση και την εναπόθεση της ανάπτυξης στον αυτόματο των δυνάμεων της αγοράς. Θέλει απλά να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τη βίαιη εσωτερική υποτίμηση των τελευταίων ετών, έτσι ώστε να αποτελέσει η ελληνική οικονομία πεδίο αναδιανομής πλούτου και επενδυτικών ευκαιριών για τις όποιες δυνάμεις της αγοράς προκύψουν. Έχουμε λοιπόν δύο διαφορετικές αντιλήψεις, πάνω στις οποίες η αντιπαράθεση θα είναι σκληρή.
Αυτή η αντιπαράθεση αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία;
Όχι, θα πρέπει να σκεφτόμαστε τη μεγαλύτερη εικόνα, δηλαδή το μεταμνημονιακό πλαίσιο, τους συσχετισμούς εντός της Ευρώπης, τις χρηματαγορές κ.λπ. Η αντιπαράθεση γίνεται σαφώς σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο με τη σειρά του είναι μέρος μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Επομένως, η συζήτηση αφορά όλες τις πολιτικές δυνάμεις και κυρίως εκείνες που υπηρέτησαν τις μνημονιακές πολιτικές. Επειδή, έχετε αναφερθεί πολλές φορές στη δυνατότητα συνεργασίας, με όρους, με το Κίνημα Αλλαγής, και βλέπουμε πως η συζήτηση έχει ανοίξει για τα καλά στο εσωτερικό αυτού του χώρου, με ορισμένους να τάσσονται υπέρ της συμπόρευσης με τη Νέα Δημοκρατία, ποια πρέπει να είναι η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή;
Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί άμεσα είναι πώς κάθε πολιτική δύναμη τοποθετείται σε αυτή τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Για τη Νέα Δημοκρατία και για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές. Αντίθετα, ο χώρος της λεγόμενης Κεντροαριστεράς είναι σήμερα αντιμέτωπος με το δίλημμα, να ακολουθήσει ένα δρόμο νέου στρατηγικού επαναπροσδιορισμού απέναντι στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό ή το δρόμο που από κοινού είχε χαράξει με τη Νέα Δημοκρατία από τα προηγούμενα χρόνια και να συνεχίσει έτσι να ετεροπροσδιορίζεται και να είναι δορυφοροποιημένος ως προς τη δεξιά παράταξη. Τέτοιες φωνές έχουν ακουστεί. Άρα σε αυτό το χώρο και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το τι μέλλει γενέσθαι και προφανώς μας αφορά αυτή η συζήτηση.
Το ζήτημα της αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια προκάλεσε και την αντίδραση δέκα βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς σχολιάζετε αυτή τη στάση, όταν τα κοινωνικά ζητήματα ήταν πάντα προτεραιότητα από τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και σε αντιπαράθεση με τον κυβερνητικό εταίρο;
Καταρχάς, δεν με τρομάζει ούτε θεωρώ παράλογο σε τέτοιου είδους ζητήματα να έχουμε τη διαμόρφωση νέων πλειοψηφιών που υπερβαίνουν την κυβερνητική πλειοψηφία. Δεύτερον, η σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, όπου είναι κατανοητό –παρότι δεν το συμμερίζομαι- το να προσεγγίζουν με ένα συντηρητικό ή φοβικό τρόπο τέτοιου είδους ζητήματα. Αυτό δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε μια αντίληψη μέσου όρου. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει να ανοίγουμε δρόμους και όχι να ακολουθούμε μια πολιτική προσαρμογής στην πραγματικότητα. Εξάλλου ένα από τα πλεονεκτήματα του να είναι μια δύναμη στην κυβέρνηση είναι ότι με το λόγο της και τις πράξεις της δημιουργεί μια νέα συνείδηση. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να υποτιμάμε το να δίνουμε μάχες σε μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων, όπως δεν θα πρέπει να υποτιμάμε και τις ιδεολογικές αναφορές στον πολιτικό μας λόγο. Πέρα από όλα τα άλλα, ως δύναμη της αριστεράς πρέπει να καλλιεργούμε μια διαφορετική αντίληψη για πράγματα και όχι να αρκούμαστε στην εφαρμοσμένη πολιτική.
Όσα αναφέρατε δεν αντικατοπτρίστηκαν σε δύο συμβάντα που έχουν σχέση με το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Από τη μια, η αντίδραση της αστυνομίας στο πογκρόμ στη Μυτιλήνη και η καθυστερημένη τοποθέτηση από τον αρμόδιο υπουργό και, από την άλλη, η ακύρωση με ΦΕΚ της απόφασης του ΣτΕ, που καταργούσε τον γεωγραφικό περιορισμό των προσφύγων.
Υπάρχει απόσταση από το να τοποθετείσαι σε ένα ζήτημα σε κεντρικό επίπεδο, από το πώς υλοποιείται μια πολιτική από διάφορους μηχανισμούς, οι οποίοι μπορεί να λειτουργούν και ανεξέλεγκτα. Ωστόσο, αποδέχομαι ότι υπήρξε λάθος χειρισμός στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Υποτιμάται το κατεξοχήν εργαλείο κοινωνικής ανασύνθεσης και κοινωνικής μετατόπισης, που λέγεται κόμμα. Στο μόνο πεδίο που έχει παρέμβει, τα τρία αυτά χρόνια, το κόμμα είναι στο μεταναστευτικό, ενώ είναι απών σε όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά δρώμενα…
Θα συμφωνήσω με αυτή την παρατήρηση. Θεωρώ ότι αυτός ο δρόμος της εκούσιας ή ακούσιας απαξίωσης του κόμματος είναι ολισθηρός. Δεν μπορεί να υπάρξει μια κυβέρνηση της αριστεράς, χωρίς να έχει μια ουσιαστική σχέση με το αντίστοιχο πολιτικό υποκείμενο που εκφράζει, στη βάση πάντα της διακριτότητας των ρόλων. Ο κόσμος, όμως, έχει ανάγκη να συζητήσει συλλογικά όλα τα μεγάλα και τα μικρά προβλήματα και αυτό γίνεται αντιληπτό όποτε και όπου οργανώνονται συζητήσεις.
Η συζήτηση για τις αναγκαίες αλλαγές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει ξεκινήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Τις επόμενες μέρες θα κατατεθεί το νομοσχέδιο του υπουργείου. Προτού δούμε τις λεπτομέρειες αυτού, γιατί άργησε τόσο πολύ να έρθει;
Έγινε εξαρχής η επιλογή να προηγηθεί ένας πολύμορφος διάλογος πάνω στα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την αυτοδιοίκηση. Έτσι, τίποτε από αυτά που περιέχει το υπό κατάθεση νομοσχέδιο δεν είναι άγνωστο. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας αιφνιδιασμός, αντίθετα σε αυτό που «πρωτοτυπήσαμε» είναι ότι αποκαλύψαμε όλες μας τις προθέσεις.
Υπάρχουν ζητήματα που αντιμετωπίζονται στο νομοσχέδιο και άλλα που δεν αγγίζονται γιατί προσκρούουν στο σύνταγμα. Η επιλογή να γίνει η μεταρρύθμιση σε δύο φάσεις μπορεί να αποδώσει;
Δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις να στηρίξουμε μια συνολική μεταρρύθμιση. Το πρώτο είναι το σύνταγμα, που θέτει μια σειρά από αυστηρούς περιορισμούς. Κλασικό παράδειγμα αυτών είναι το ζήτημα της αποκεντρωμένης διοίκησης. Άρα αυτή η συζήτηση ενώ πρέπει να ανοίξει και να κάνουμε από τώρα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, θα ολοκληρωθεί μετά τη συνταγματική αναθεώρηση. Το δεύτερο είναι ότι μια μεταρρύθμιση προϋποθέτει πόρους, οι οποίοι δεν είναι διαθέσιμοι, ούτε θα υπάρξουν στο ορατό μέλλον. Γι’ αυτό κινηθήκαμε με βάση τη σημερινή πραγματικότητα, προωθώντας μια σειρά κρίσιμων αλλαγών που είναι ώριμες και θα ακολουθήσει ένα δεύτερο νομοσχέδιο, όταν θα έχουμε αντικειμενικά περισσότερες δυνατότητες. Μην υποτιμάμε, όμως, τις αλλαγές του πρώτου νομοσχεδίου.
Ποιες είναι, λοιπόν, οι πιο βασικές μεταρρυθμίσεις;
Στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης και κεντρικού κράτους παίρνουμε τον έλεγχο νομιμότητας από τις σημερινές αποκεντρωμένες και κάνουμε μια αυτόνομη υπηρεσία, υπό το υπουργείο Εσωτερικών, ελέγχου της νομιμότητας –και όχι της σκοπιμότητας, όπως γίνεται πολλές φορές τώρα – των αποφάσεων. Αυτή θα βοηθήσει στην πιο γρήγορη διεκπεραίωση των υποθέσεων, με πιο αποτελεσματικό και διαφανή τρόπο. Το δεύτερο σημαντικό σημείο είναι η κατηγοριοποίηση των δήμων. Λέμε ότι δεν μπορεί οι δήμοι να στηρίζονται και να ενισχύονται από τους κρατικούς πόρους, στη βάση μόνο του πληθυσμιακού κριτηρίου, όπως ισχύει τώρα κατά 92%. Είναι άλλα τα χαρακτηριστικά του ορεινού δήμου, άλλα του νησιωτικού και άλλα του μητροπολιτικού. Ακόμη, εισάγουμε και νέα κριτήρια, όπως είναι η ανεργία ή αν ο δήμος έχει μεγάλο οδικό δίκτυο κλπ. Το τρίτο σημείο είναι η διεύρυνση του τομέα των ανταποδοτικών υπηρεσιών, που μέχρι τώρα περιοριζόταν στην καθαριότητα και τον οδοφωτισμό. Εντάσσουμε σε αυτές, τις υπηρεσίες πρασίνου, καλύπτοντας έτσι την ανάγκη για δημόσιο πράσινο στις πόλεις. Το τέταρτο είναι ότι δίνουμε τη δυνατότητα σύστασης εταιρειών ειδικού σκοπού στον τομέα της κοινής ωφέλειας. Προβλέπεται, λοιπόν, ότι οι δήμοι θα μπορούν μόνοι τους, σε διαδημοτικό επίπεδο ή σε επίπεδο περιφέρειας, να συγκροτούν τέτοιου είδους επιχειρήσεις. Αυτή η διάταξη είναι ένα όχημα έτσι ώστε οι δήμοι του μητροπολιτικού κέντρου της Θεσσαλονίκης να διεκδικήσουν το ποσοστό της ΕΥΑΘ, που προοριζόταν με βάση το σχέδιο του ΤΑΙΠΕΔ για ιδιωτικοποίηση. Μια ακόμα σημαντική αλλαγή είναι η δυνατότητα σύναψης προγραμματικών συμβάσεων των δήμων, όχι μόνο με τις περιφέρειες, αλλά και με άλλους δημόσιους φορείς για την εκπόνηση μελετών. Και βέβαια, υπάρχει η κορυφαία αλλαγή του εκλογικού νόμου, που είναι η εφαρμογή της απλής αναλογικής, η οποία συνιστά μια αναγκαία δημοκρατική τομή, που θα δώσει νέα ώθηση στην τοπική αυτοδιοίκηση. Επίσης αυξάνεται η ποσόστωση γυναικών στο 40% στη διαμόρφωση των ψηφοδελτίων.
Το ζήτημα της απλής αναλογικής έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης και φαίνεται ότι θα φουντώσει και άλλο.
Ήδη η Νέα Δημοκρατία δεσμεύτηκε ότι όταν θα έρθει στην κυβέρνηση θα καταργήσει αυτό το νόμο. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια κορυφαία σύγκρουση, στο πεδίο της δημοκρατίας. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το βασικό πλεονέκτημα της απλής αναλογικής δεν είναι μόνο, ότι αποτυπώνει με ένα δίκαιο τρόπο τους τοπικούς συσχετισμούς, το οποίο δεν αμφισβητείται από κανένα, αλλά ότι εισάγεται μια διαφορετική λογική συνθέσεων και συνεργασιών, καλλιεργείται μια κουλτούρα αναζήτησης προγραμματικών συγκλίσεων. Δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το δήμο ως μια μικρογραφία της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Με το νέο νόμο, ξεφεύγουμε από μια στενά μονοπαραταξιακή λογική, που οχυρωνόταν σε μια θηριώδη πλειοψηφία και τίθεται η κάθε πολιτική δύναμη προ των ευθυνών της.
Είδαμε, επίσης, ότι θα προβλέπονται και τοπικά δημοψηφίσματα. Αυτά θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα;
Να διευκρινίσω αρχικά ότι τα δημοψηφίσματα θα αφορούν τα ζητήματα που χαρακτηρίζονται ως τοπικές υποθέσεις και όχι θέματα που αφορούν συνολικά την κοινωνία. Δεν θα δίνεται, για παράδειγμα, η δυνατότητα να υπάρχει δεσμευτικού χαρακτήρα δημοψήφισμα για τα θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά το αν θα γίνει η πλατεία Mall ή όχι είναι ένα τοπικό ζήτημα που μπορεί να τεθεί σε δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του να είναι δεσμευτικό. Θέλω να προσθέσω ότι υπάρχουν αρκετές αλλαγές, στη λογική της ενίσχυσης των συμμετοχικών διαδικασιών σε τοπικό επίπεδο. Μία από αυτές είναι η υποχρεωτική πια συγκρότηση της επιτροπής διαβούλευσης, σε περιπτώσεις πάνω από 7.000 κατοίκους. Στόχος μας είναι να εισπράξει ο κόσμος τη μεταρρυθμιστική αυτή προσπάθεια ως μια δυνατότητα να ανθήσει η δημοκρατία και η συμμετοχή. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η πρόβλεψη του ενιαίου ψηφοδελτίου στις τοπικές κοινότητες, έως 500 δημοτών.
Τα ζητήματα αποκέντρωσης των πόρων σας απασχόλησαν στη συζήτηση που έγινε για το παρόν νομοσχέδιο;
Είπα και προηγούμενα αυτή η συζήτηση δεν θα μπορούσε να είναι αντικείμενο του παρόντος νομοσχεδίου, διότι σχετίζεται με το σύνταγμα και επομένως πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης.
Ένα από τα προβλήματα που έρχονται διαρκώς μπροστά μας, σε διάφορα τοπικά ζητήματα, είναι οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων. Αυτό διορθώνεται;
Υπάρχουν κάποια πράγματα που αποτυπώνονται με σαφήνεια, όπως το ζήτημα των ρεμάτων. Η αστυνόμευση και ο καθαρισμός τους περνά στην περιφέρεια. Ταυτόχρονα, επειδή αυτή η δουλειά δεν έχει γίνει ποτέ, εισάγουμε δύο καινούριες διατάξεις. Συγκροτείται, πρώτον, μια επιτροπή ελέγχου αρμοδιοτήτων που προκύπτουν για την αυτοδιοίκηση, σε κάθε καινούριο νόμο, που συντάσσεται, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης, ώστε να μην προκύψουν από εδώ και πέρα νέα ζητήματα επικαλύψεων. Το δεύτερο είναι ότι θα συσταθεί ειδική επιτροπή, που θα εντοπίσει τις υπάρχουσες επικαλύψεις αρμοδιοτήτων για να επιλυθούν άμεσα.